περικλείομαι

περικλείομαι
περικλείομαι βλ. πίν. 41 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… …   Dictionary of Greek

  • εμπεριορίζομαι — ἐμπεριορίζομαι (Μ) περικλείομαι, περιορίζομαι …   Dictionary of Greek

  • θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… …   Dictionary of Greek

  • κατοικοδομώ — κατοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ πάνω ή μέσα σε κάποιον τόπο, ανεγείρω οικοδομή («τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῑν», Αριστοτ.) 2. δαπανώ για την κατασκευή οικοδομών («χαίρεις κατοικοδομῶν», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ κάτι για οικοδομή 4. κλείνω… …   Dictionary of Greek

  • λινοστατώ — λινοστατῶ, έω (Α) 1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια 2. παθ. λινοστατοῡμαι, έομαι περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (<… …   Dictionary of Greek

  • περικλείω — ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α [κλείω] 1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω 2. περικυκλώνω νεοελλ. περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω αρχ. 1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • περιπωμάζω — ΜΑ καλύπτω κάτι εντελώς με πώμα («δέον τὰ στόμια ἤ περιοικοδομῆσαι ἤ περιπωμάσαι», Φίλ.) αρχ. παθ. περιπωμάζομαι α) καλύπτομαι εντελώς β) περικλείομαι («ἀποπνίγονται... ἐὰν περιπωμασθῇ ὀλίγος ἀήρ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πωμάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • περιστεγάζω — ΝΑ στεγάζω κάτι ολόγυρα, από παντού, σκεπάζω από όλα τα μέρη κτίζοντας στέγη αρχ. μέσ. περιστεγάζομαι περικλείομαι, εμπεριέχομαι …   Dictionary of Greek

  • προσειλώ — έω, και επικ. τ. προτιειλέω, Α 1. καταδιώκω, αναγκάζω κάποιον να τραπεί προς μια κατεύθυνση («αἰεὶ μὲν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῑν» να τόν στρέψουμε από τον στρατό προς τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. προσειλοῡμαι, έομαι περικλείομαι,… …   Dictionary of Greek

  • φράζομαι — φράζομαι, φράχτηκα, φραγμένος βλ. πίν. 24 Σημειώσεις: φράζομαι : στην παθητική φωνή περιορίζεται κυρίως στην έννοια → περικλείομαι με φράχτη, περιφράζομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”